θειογενής

θειογενής
θειο-γενής, ές,= θεο-, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θειογενής — θειογενής, ές (Α) ποιητ. τ. τού θεογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + γενής (< γένος), πρβλ. εγ γενής, συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • θειογενές — θειογενής masc/fem voc sg θειογενής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειο- — (AM) τ. στον οποίο εμφανίζεται η λ. θείος (Ι) ως α συνθετικό και που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στη θεότητα ή προέρχεται απ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. αρχ. θειογαμία, θειογενής, θειόδαμος, θειόδμητος, θειόδομος, θειολόγος, θειοπαγής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”